Σάββατο 6 Μαρτίου 2010

Έμπνευση..

Κάτι με πιάνει ώρες ώρες, home-sickness θαρρώ το λένε, και αναπολώ τη Ζάκυνθο των παιδικών μου χρόνων... Ίσως να φταίει που είναι βαριά η ζωή εδώ στην ξενιτιά και γεμάτη δυσκολίες.

Ξέρεις τι θα πει να θες να φας ένα σουβλάκι και να μην έχεις μια "χοντρή" να πεταχτής να πάρεις; Ξέρεις τι είναι να θες να φας φρυγανιά με παγωτό και να μην έχεις μια Μπόχαλη να πας να αράξεις; Να θες να πνιγείς μαζί με ένα κουνέλι στη σάρρρρτσα και να μην υπάρχει ένα μέρος με ζακυθινές καντάδες σε ολόκληρη Στοχόρμη; Ή να γυρνάς χαράματα από το βραδυνό ξενύχτι (για δουλειά πάντα) και να μην υπάρχει ένας Αγγειός να βάλεις ένα σταφιδόψωμο μέσα σου, έστω ένα κρουασάν βουτύρου βρε αδερφέ;! Αλλά πιο πολύ μου λείπει ένας Φώσκολος να πα να δώ μια ταινία και να έχω ντόρμπυ σαράου τη φασαρία από τα ζακυθινά πιτσιρίκια...

Αυτές οι δυσκολίες και ανέχειες μάλλον είναι που με οδήγησαν να γράψω το παρακάτω ποίημα:
A ZACINTO

    Né più mai toccherò le sacre sponde
    ove il mio corpo fanciulletto giacque,
    Zacinto mia, che te specchi nell'onde
    del greco mar da cui vergine nacque

    Venere, e fea quelle isole feconde
    col suo primo sorriso, onde non tacque
    le tue limpide nubi e le tue fronde
    l'inclito verso di colui che l'acque

    cantò fatali, ed il diverso esiglio
    per cui bello di fama e di sventura
    baciò la sua petrosa Itaca Ulisse.

    Tu non altro che il canto avrai del figlio,
    o materna mia terra; a noi prescrisse
    il fato illacrimata sepoltura.


Τώρα τι μου' ρθε και το 'γραψα στα ιταλικά δεν ξέρω, ίσως για να κάνω επίδειξη! Αλλά επειδή κάποιοι που διαβάζουνε το μπλογκ είναι και αστοιχείωτοι και αδαής (!!!) και υπανάπτυκτοι θα παραθέσω και μια πρόχειρη μετάφραση που μου έκανε ένας φίλος, επειδής εγώ βαριόμουνα...

ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ

Πλιά στη ζωή δεν θα πατή το δύστυχο ποδάρι

Τις άγιες όχθες που άγγιζα στα χρόνια τα χρυσά,

Ω ποθητή μου Ζάκυνθο, που πάντοτε με χάρη

Στο κύμα καθρεφτίζεσαι, στα Ελληνικά νερά.

Η Αφροδίτη ολόλαμπρη από κει μέσα βγήκε

Κ’ έκαμε με το γέλιο της γόνιμα τα νησιά,

Οπού απερίγραφτα ο λαμπρός ο στίχος δεν αφήκε

Τα νέφη σου τα διάφανα, τα δένδρα τα πυκνά,

Του ποιητή που έψαλλε τη διάφορη εξορία,

Της μοίρας τ’ άγρια κύματα, που το μικρό νησί

Ο Οδυσσέας εφίλησε τρανός στη δυστυχία.

Απ’ το παιδί σου το άχαρο, ω μητρική μου γη,

Μονάχα το τραγούδι του θάχης για συντροφιά.

Σ’ εμένα η Μοίρα μου έγραψε αδάκρυτη ταφή.

(Στ. Μαρτζώκης)

Εντάξει, καλούτσικα το απέδωσε ο φίλος μου ο Μαρτζώκης αυτό που ήθελα να πω, αλλά είναι ερασιτέχνης το παιδί ακόμα, δεν ξέρει, και μη το αποπαίρνετε (αποπίσω).

Και μιας και με έχει πιάσει η ποιητική διάθεση και δέχτηκα και πιέσεις από το φίλο μου το χριστιανό να γίνω και γω φανατικός χριστιανός και να ορκιστώ αιώνια πίστη στην εκκλησία, τι γυρνάω και του λέω;

Πρέπει μια και καλή να το χωνέψεις, α παπά παπά παπά παπά

Πως δεν τα πάω καλά με τις δεσμεύσεις, α παπά παπά παπά παπά

Α παπά παπά παπά παπά, εγώ δεν κάνω τέτοια πράματα, α παπά


Τώρα πώς μου ήρθε αυτό δεν ξέρω, αφού δεν είναι παπάς το παιδί. Μυστήρια πράματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου